- φλεγμός
- φλεγμόςbloodmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλεγμός — ὁ, Α 1. φλογμός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ αἷμα» 3. μτφ. το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγμ τού θ. βλ. λ. φλέγω) + κατάλ. ος] … Dictionary of Greek
φλεγμόν — φλεγμός blood masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CNECUS — Graece Κνῆκος, herbae nomen, quam Cartamum vocant officinae: Eius flos luteus sive croceus, semen vero candidum. Unde κνηκὸν mkodo pro luteo, modo pro albo colore, sumptum Graecis. Hesychius, Κνηκὸν τὸ κροκίζον χρῶμα ἐπὶ τȏυ ἄνθους, ὅτε δὲ ἐπὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek